- ἐπιμηθεύομαι
- ἐπιμηθ-εύομαι,A think of afterwards or too late, Eust.67.27:— also [suff] ἐπιμηθ-έομαι Corn.ND18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιμηθεύομαι — ἐπιμηθεύομαι (Μ) [επιμηθής] σκέφτομαι κάτι, κατανοώ τη σημασία του όταν είναι πια αργά … Dictionary of Greek
ἐπιμηθευσάμενος — ἐπιμηθεύομαι think of afterwards aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμηθεύεσθαι — ἐπιμηθεύομαι think of afterwards pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμηθούμαι — ἐπιμηθοῦμαι, έομαι (Μ) επιμηθεύομαι … Dictionary of Greek